- αλλοιώνω
- altérer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αλλοιώνω — αλλοιώνω, αλλοίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. μεταβάλλω: Τα χρώματα αλλοιώθηκαν από τον ήλιο. 2. νοθεύω, παραχαράζω: Πιάστηκαν από την αστυνομία, γιατί αλλοίωναν τους αριθμούς των λαχείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλοιώ — μεταλλοιῶ, όω (Α) μεταβάλλω, τροποποιώ, αλλοιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλλοιῶ «αλλοιώνω» (< ἄλλος)] … Dictionary of Greek
συνεξαλλοιώ — όω, ΜΑ αλλοιώνω εντελώς μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαλλοιῶ «αλλοιώνω εντελώς»] … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
αλλοιώ — ἀλλοιῶ ( όω) (ΑΜ) βλ. αλλοιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος. ΠΑΡ. αλλοίωσις, αλλοιωτικός, αλλοιωτός αρχ. ἀλλοίωμα] … Dictionary of Greek
αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αποσυνθέτω — 1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του 2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει 3. παραλύω, εξαρθρώνω … Dictionary of Greek